- πρωτόκοκκος
- ο, Νβοτ. άλλη ονομασία για τον πλευρόκοκκο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. protococcus (< πρωτ[ο]-* + κόκκος). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ἀκρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρωτοκοκκώδη — (protococcales). Oνομάζονται και χλωροκοκκώδη. Χλωρόφυτα: Αποτελούν παράλληλη σειρά με τα βολβοκώδη, είναι όμως ακίνητα και μόνο την περίοδο του πολλαπλασιασμού παρουσιάζουν ζωοσπόρια με 2 μαστίγια. Σε ορισμένα μόνο γένη παρατηρείται εγγενής… … Dictionary of Greek